προεντείνω

προεντείνω
ΝΑ
τεντώνω κάτι προηγουμένως
νεοελλ.
1. τεχνολ. υποβάλλω ένα υλικό σε προένταση
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προεντεταμένος, -η, -ο
τεχνολ. αυτός που έχει υποστεί προένταση
3. φρ. «προεντεταμένο σκυρόδεμα»
τεχνολ. σκυρόδεμα τού οποίου, κατά την κατασκευή, ο οπλισμός υποβάλλεται σε τεχνητή προένταση ώστε να αντισταθμίζονται οι εξωτερικές τάσεις που οφείλονται στις καταπονήσεις κατά τη χρήση του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”